ρηξίπυλο

ρηξίπυλο
το / ῥηξίπυλον, ΝΜ
μικρό πυροβόλο που χρησιμοποιούσαν προς τα τέλη του μεσαίωνα για την ανατίναξη πυλών και τειχών
νεοελλ.
στρ. είδος κροτίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + πύλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”